λάμπει

λάμπει
λάμπω
give light
pres ind mp 2nd sg
λάμπω
give light
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… …   Dictionary of Greek

  • αυγερινός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγαμέμνων. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας. Σπούδασε γιατρός στην Ιταλία. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, πολέμησε στο σώμα του Λόντου και μετά του Θ. Κολοκοτρώνη. Υπηρέτησε τον Αγώνα ως καπετάνιος και ως γιατρός …   Dictionary of Greek

  • γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 …   Dictionary of Greek

  • φεγγοβόλος — α, ο / φεγγοβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος]. η, ο, Ν αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει πάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + βολος (< βόλος …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • Martin von Laon — Schreibhand Martins von Laon, MS Laon 444, f. 299v Martin von Laon (lat. Martinus Laudunensis, Martinus Hibernensis, Martinus Scot(t)us; * 819 in Irland; † 875 in Laon) war ein aus Irland stammender Gelehrter und Leiter der Kathedralschule von… …   Deutsch Wikipedia

  • PORPHYRITES — marmoris genus, candidis punctis in rubro lucentibus insigne. Plin. l. 36. c. 7. Rebet porphyrites in eadem Aegypte, ex eo candidis intervenientibus punctis, Leucostictos vocatur. Salmas. Leptopsephos, ex Graeco λεπτόψηφος, legit Pauhrs… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”